ωφελημα

ωφελημα
    ὠφέλημα
    -ατος τό
    1) польза, помощь, благодеяние
    

(ἀνθρώποισιν ὠφελήματα Aesch.)

    τί δόξης ὠ. γίγνεται ; Soph. — что пользы в молве?;
    τὰ ὠφελήματα τῆς πατρίδος Xen. — благодеяния отечества

    2) благодетель
    

κοινὸν ὠ. θνητοῖσιν Aesch. — благодетель рода человеческого


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ωφελημα" в других словарях:

  • ὠφέλημα — a useful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωφέλημα — ήματος, το / ὠφέλημα, ΝΑ [ωφελώ] ωφέλεια νεοελλ. στον πληθ. τα ωφελήματα (νομ.) οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση τού πράγματος ή τού δικαιώματος αρχ. 1. (γενικά) κάθε υλικό ή ηθικό κέρδος 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • ωφέλημα — το, ατος βλ. ωφέλεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠφέλημ' — ὠφέλημα , ὠφέλημα a useful neut nom/voc/acc sg ὠφέλημαι , ὠφελέω help perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελημάτων — ὠφέλημα a useful neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελήμασι — ὠφέλημα a useful neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελήματα — ὠφέλημα a useful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • ωφεληματικός — ή, ό, Ν [ωφέλημα, ατος] ωφέλιμος …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՀԵԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0459 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 13c, 14c գ. ՇԱՀԵԿԱՆՈՒԹԻՒՆ կամ ՇԱՅԵԿԱՆՈՒԹԻՒՆ. ὡφέλημα , τὸ χρήσιμον utilitas, emolumentum εὑφορία fertilitas. Շահեկանն գոլ (ըստ ամենայն առման). օգտակարութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»